• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: acting out, act out

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
acting out n US (child: misbehaviour)αταξία, παρεκτροπή ουσ θηλ
 The child was punished for his acting out.
 Το παιδί τιμωρήθηκε για την αταξία του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
act [sth] out,
act out [sth]
vtr phrasal sep
(enact, perform) (ρόλος, θέατρο)παίζω ρ μ
 Edward and Diana acted out the first scene of the play.
 On the training course, employees were asked to work in pairs and act out common workplace scenarios.
 Ο Έντουαρντ και η Νταϊάνα έπαιξαν την πρώτη σκηνή του έργου.
act out vi phrasal US (misbehave)συμπεριφέρομαι άσχημα ρ αμ + επίρ
  (για παιδιά)είμαι άτακτος ρ έκφρ
  (πιο σοβαρό)παρεκτρέπομαι ρ αμα
 The children are acting out.
 Τα παιδιά είναι άτακτα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση acting out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «acting out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!